κακοστομαχώ
Смотреть что такое "κακοστομαχώ" в других словарях:
κακοστομαχώ — (AM κακοστομαχῶ, έω) [κακοστόμαχος] έχω ευαίσθητο στομάχι, υποφέρω από το στομάχι μου, πάσχω από κακοστομαχιά … Dictionary of Greek
κακοστομαχώ — (AM κακοστομαχῶ, έω) [κακοστόμαχος] έχω ευαίσθητο στομάχι, υποφέρω από το στομάχι μου, πάσχω από κακοστομαχιά … Dictionary of Greek